- κλαψ(ι)άρικος
- -η, -ο [κλαψιάρης]αυτός που αναφέρεται στον κλαψιάρη, αυτός που γίνεται με κλάψες, θρηνώδης, παραπονιάρικος («κλαψιάρικη φωνή»).επίρρ...κλαψ(ι)άρικαμε κλαψιάρικο τρόπο, παραπονιάρικα («ακούοντας τον άνεμο να βουίζει κλαψιάρικα»).
Dictionary of Greek. 2013.