κλαψ(ι)άρικος

κλαψ(ι)άρικος
-η, -ο [κλαψιάρης]
αυτός που αναφέρεται στον κλαψιάρη, αυτός που γίνεται με κλάψες, θρηνώδης, παραπονιάρικος («κλαψιάρικη φωνή»).
επίρρ...
κλαψ(ι)άρικα
με κλαψιάρικο τρόπο, παραπονιάρικα («ακούοντας τον άνεμο να βουίζει κλαψιάρικα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουκουλάρικος — η, ο 1. κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα 2. το ουδ. ως ουσ. το κουκουλάρικο ποικιλία μεταξωτού υφάσματος που κατασκευάζεται στο Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. άρικος (πρβλ. κλαψ άρικος, πεισματ άρικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”